-
1 κατα-σμύχω
κατα-σμύχω, (am langsam schmauchenden Feuer) verbrennen, verschwelen, verzehren; κατὰ δὲ σμ ύξαι πυρὶ νῆας Il. 9, 649; von der Liebe, Theocr. 3, 17; ὡς δὲ κατεσμύχϑη καὶ ἀνετράπετο φρένα λύπᾳ 8, 90; vgl. Paul. Sil. 24 (V, 254) μὴ μάστιξ με κατασμύξῃ; κατεσμυγμένον ὑποβλέψασα, mit schmachtendem Blick, Heliod. 7, 21.
-
2 κατασμύχω
κατα-σμύχω, (am langsam schmauchenden Feuer) verbrennen, verschwelen, verzehren; von der Liebe; μὴ μάστιξ με κατασμύξῃ; κατεσμυγμένον ὑποβλέψασα, mit schmachtendem Blick
См. также в других словарях:
κατασμύχω — (AM) 1. κατακαίω με χαμηλή φωτιά, κουφοκαίω κάτι 2. (για τον έρωτα) σιγοκαίω, κάνω κάποιον να λειώνει σιγά σιγά 3. φρ. «κατεσμυγμένον ὐποβλέψασα» αφού τόν κοίταξε με εμπάθεια (Ηλιόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σμύχω «σιγοκαίω»] … Dictionary of Greek